αυτοχόωνος

αυτοχόωνος
αὐτοχόωνος, -ον (Α)
χοντροδουλεμένος, βαρύς («αὐτοχόωνος σόλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί αυτοχόανος < αυτο- + χόανος «σκεύος που χρησιμοποιείται για την τήξη των μετάλλων» < χέω και αυτόχωνος < αυτο + χώνη «χοάνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοχόωνος — rudely cast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοχόωνον — αὐτοχόωνος rudely cast masc/fem acc sg αὐτοχόωνος rudely cast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοχοώνῳ — αὐτοχόωνος rudely cast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”